-
1 ὕβρις
ὕβρις (-ις, -ιος, -ιν.)a arroganceὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90
ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (v. Fränkel, D & P, 520̆{24}) P. 1.72ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28
“ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν P. 4.112
τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.12 τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος I. 4.9
b violence καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων (of the snakes which attacked Herakles) N. 1.50c offensivenessγελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
d pro pers.ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
-
2 κόρος
κόρος (A), ὁ,A satiety, surfeit,αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κ. ἀνθρώποισιν Il.19.221
;αἰψηρὸς δὲ κ. κρυεροῖο γόοιο Od.4.103
;πάντων μὲν κ. ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος Il.13.636
;ἀπὸ κ. ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Pi.P.1.82
;κόρον ἔχει μέλι Id.N.7.52
; κ. ἔχειν δακρύων, κακῶν, E.Alc. 185, Ph. 1750 (lyr.); alsoκόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Pl.Phdr. 240c
;ἐς κ. ἰέναι τινός Philox.2.38
;ἄχρι κόρου D. 19.187
;ἐς κόρον Luc. Merc.Cond.26
, Gal.15.500, Vict.Att.8; πρὸς ἡδονήν τε καὶ κ. gormandizing, Hp.VM14: in mystical sense, opp. χρησμοσύνη, Heraclit. 65.2 the consequence of satiety, insolence, Pi.O.2.95, I.3.2; πρὸς κόρον insolently, A.Ag. 382 (lyr.): freq. as cause or consequence ofὕβρις, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ Thgn. 153
, cf. Sol.8;ὕβριν κόρου ματέρα Pi.O.13.10
; κόρον, ὕβριος υἱόν Bacis ap.Hdt.8.77. (Cf. κορέννυμι.)------------------------------------κόρος (B), ὁ, [dialect] Ion. [full] κοῦρος, as always in Hom., Pi., and lyr. passages of Trag. (exc. E.Alc. 904), sts. in late Gr., Rev.Et.Gr.42.247 ([place name] Varna); [dialect] Dor. [full] κῶρος Theoc.15.120:—A boy, lad (even before birth,ὃν.. γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il.6.59
, cf. Call.Del. 212),κοῦρος πρῶτον ὑπηνήτης Il.24.347
;πρωθῆβαι Od.8.262
;τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει Il.4.321
;σὺν κόροις τε καὶ κόραις A.Fr.43
: in mock Trag.,Οἰδίπου.. παῖδε, διπτύχω κόρω Ar.Fr. 558
: rarein Prose, Pl.Lg. 772a; male infant,ἔτεκε κόρον Conon 33.3
, cf. IG42(1).121.5 (Epid., iv B. C.); in Il. of warriors, 9.86, 12.196, al.; κοῦροι Βοιωτῶν, Ἀθηναίων, Ἀχαιῶν, 2.510, 551, 562;λεκτοὶ Ἀθηναίων κ. E.Supp. 356
; also, of servants waiting at sacrifices and feasts, Il.1.470, al.; at Sparta, κόροι, = ἱππεῖς, Archyt. ap. Stob.4.1.138.2 with gen. of pr. n., son, Od.19.523, etc.;Θησέως κ. S.Ph. 562
, cf. Tr. 644 (lyr.);τῶν ὀλωλότων κόροι E.Supp. 107
; Κεκροπιδῶν κόροι, periphr. like παῖδες, Eub.10.6.II shoot, sprout, of a tree,κόρους πλεκτοὺς.. μυρρίνης Lysipp.9
, cf. Hp. ap. Gal. 19.113, EM276.28, Hsch.; cf. κοῦρος (B).III for [comp] Comp. v. κουρότερος. (Acc. to Eust.582.20, al., from κείρω, of one who has cut his hair short on emerging from boyhood: but κόρ (ϝ) ος (masc. of κόρη) perh. cogn. with Lat. Ceres, Cerus, cresco.)------------------------------------κόρος (C), ὁ,A besom, Hsch.------------------------------------κόρος (D), ὁ, Hebr.A kor, a dry measure containing, acc. to J.AJ 15.9.2, 10 [dialect] Att. medimni (about 120 gallons), LXX Nu.11.32, al., Ev.Luc.16.7, cf. Eupolem. ap. Alex.Polyh.18. -
3 μάτηρ
1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 “ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 “ μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 “ φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 “ ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1
“ ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον DexitheaΠα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.2 epith. of divinities.a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74
ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78
σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.3 met.,a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98bμᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2
ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.984 fragg.ματερ[ Pae. 3.6
]ματε[ρ Δ. 2. 32. -
4 θρασύμυθος
θρᾰςῠμῡθος, -ον1 bold of tongue Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (v. l. θρασύθυμον) O. 13.10 -
5 κόρος
κόρος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 too mucha having too much, tedium, satietyἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν O. 2.95
ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
b wanting too much, ambition, insatiable greedκόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.56
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (join ἀνδρῶν with τινα) N. 1.65εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel e Σ, οὐκ ἐπὶ ὕβρει) fr. 169. 15.c pro pers., GreedὝβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий